ἐπαφίησιν

ἐπαφίησιν
ἐπαφίημι
throw at
pres ind act 3rd sg
ἐπαφίημι
throw at
pres subj act 3rd sg (epic)
ἐπαφίημι
throw at
pres subj mp 2nd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επαφίεμαι — (AM ἐπαφίεμαι και ενεργ. ἐπαφίημι, Μ και ἐπαφίω) νεοελλ. εμπιστεύομαι τον εαυτό μου ή μια υπόθεση σε κάποιον («επαφίεμαι στην κρίση τού δικαστηρίου») αρχ. μσν. 1. αφήνω κάτι να πέσει, να παρασυρθεί 2. αφήνω κάτι να καλυφθεί 3. ρίχνω εναντίον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”